- σώζω
- σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔδ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», Θουκ.ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)2. (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) τηρώ, φυλάγω (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την πίστη τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», Σοφ.δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)3. εκκλ. λυτρώνω από την αμαρτία, επαναφέρω κάποιον στον δρόμο τού θεού (α. «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε», ΚΔβ. «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)4. (μέσ. και παθ.) σώζομαια) μένω ζωντανός, γλυτώνω από κίνδυνο ή συμφοράβ) λυτρώνομαι από την αμαρτίαγ) αναλαμβάνω οικονομικά, προκόβω (α. «αγόρασαν φτηνά το χτήμα και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», Πλάτ.)δ) εξακολουθώ να υπάρχω, διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό είναι αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῡτα μόνα περί τοῡ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)νεοελλ.(στον τ. σώνω)1. (μτβ.) πετώ, ρίχνω μακριά, εκτοξεύω («ώς πού τό σώνει το λιθάρι;»)2. (αμτβ.) φθάνω ώς ένα σημείο, καλύπτω ορισμένο διάστημα χώρου ή χρόνου, καλύπτω ορισμένη ποσότητα (α. «είναι ψηλά το κλαδί και δεν τό σώνω» β. «δεν έσωσε τα σαράντα, πέθανε νέος» γ. «σώνει δεν σώνει τα είκοσι κιλά»)3. μτφ. αντέχω («δεν σώνει η ψυχή μου να μιλήσω»)4. φρ. α) «σώζω τα προσχήματα» — τηρώ τους τύπους, διατηρώ την επίφασηβ)»σώζω την κατάσταση» — αποσοβώ επαπειλούμενο κίνδυνογ) «να μη σώσεις!»(ως κατάρα) να μην προλάβειςδ) ειρων. «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε περίπτωση που δεν πρέπει κανείς να περιμένει αποτέλεσμα από μια ενέργειαε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίεςστ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε πλέον αυτό που περίμεναζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — είναι πλέον βέβαιοη) «δεν σώνεται με τίποτε» — λέγεται σε περίπτωση αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφήςθ) «σώθηκε το λάδι του» ή «σώθηκε το καντήλι του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανει) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με κάθε τρόπο, με το ζόριια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε περίπτωση άμεσου καθολικού κινδύνου, οπότε κανείς δεν έχει να περιμένει βοήθεια από κανέναν και πρέπει να προσπαθήσει να σωθεί μόνος τουιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε περίπτωση που μετανοεί κανείς για προηγούμενη πράξη ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό αποτέλεσμανεοελλ.-μσν.(το μέσ.) τελειώνω, εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το κρασί» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόνκαι ὅπου σώσει ἡ ἀπόλυσις, ἐσθίομεν»)μσν.(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ σεσωσμένοιεκκλ. ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) ως επίθ. ὁ σῴζωνπροσωνυμία αρχαίας θεότηταςβ) ως κύριο όν. ὁ Σῴζωνόνομα αγίων τής Εκκλησίαςαρχ.1. φυλάγω κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», Ομ. Οδ.)2. (σχετικά με πράγμ.) διασφαλίζω, κατοχυρώνω την ασφάλεια ή διατηρώ σε ασφάλεια («πόλιν και άστυ σώζειν», Ομ. Ιλ.)3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επαληθεύω («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», Αριστοτ.)4. διατηρώ στη μνήμη, θυμούμαι («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον ὥσπερ τὰς κακὰς σῴζουσί με», Ευρ.)5. (σχετικά με θεσμούς, πολίτευμα, πόλη) διαφυλάγω αναλλοίωτο, προστατεύω, προασπίζω από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», Αριστοτ. β. «τὰς δε πόλις αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», Ηρόδ.)6. (σχετικά με έθιμα, με νόμους) τηρώ, εφαρμόζω (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», Σοφ.β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)7. (η προστ. ή η ευκτ. σε επιστολή ή σε προσφώνηση) σώζεο, σώζοισθεγειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά8. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ σῴζουσαα) (ενν. ψήφος) η αποφασιστικής σημασίας ψήφοςβ) το φυτό αρτεμισία9. (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», επιγρ.)β) φυλάγω κάτι για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», Αριστοφ.β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», Σοφ.)10. φρ. α) «σῴζω λόγον» — κρατώ ένα μυστικό (Αισχύλ.)β) «σῴζω καιρόν» — ανακτώ μια ευκαιρία (Δημοσθ.)γ) «σῴζω τινὰ εἴς τι [ή πρός τι, ἐπί τι]» — φέρνω κάποιον σώο κάπου(Ομ., Ηρόδ., Σοφ., Ξεν.)δ) «σῴζω τινὰ ἔκ τινος» — διασώζω κάποιον από ένα κακό απομακρύνοντάς το (Όμ., Σοφ., Ευρ.)ε) «μόλις [ή μόγις] σῴζεσθαι» — γλυτώνω με δυσκολία (Πλάτ.)στ) «σῴζομαι φεύγων» — γλυτώνω τρεπόμενος σε φυγή (Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σῴζω (< *σω-ίζω) έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατά τα ρ. σε -ίζω από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. σώσω, αόρ. σῶσαι, σωθῆναι, οι οποίοι έχουν προέλθει με συναίρεση από τους αντίστοιχους επικ. τ. σαώσω, σαῶσαι, σαωθῆναι (βλ. και λ. σαῶ, σώος). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. σώζω, η οποία προήλθε από το -ι- τής κατάλ. -ίζω. Παρλλ. προς τον τ. σῴζω απαντούν και οι τ.: σαῶ*, σώω, σωννύω, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. σώνω (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. έσωσα, κατά το σχήμα στεφάνωσα: στεφανώνω].
Dictionary of Greek. 2013.